- ὀλισθηρᾶς
- ὀλισθήειςfem gen sg (attic doric aeolic)ὀλισθηρόςslipperyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀλισθηράς — ὀλισθηρά̱ς , ὀλισθήεις fem acc pl ὀλισθηρά̱ς , ὀλισθηρός slippery fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολισθητήρας — και ολισθήρας, ο 1. εξάρτημα εργαλειομηχανής ή άλλης μηχανής το οποίο έχει τη δυνατότητα να εκτελεί κίνηση προχωρητική ή περιστροφική ολισθαίνοντας σε μία επιφάνεια 2. στρ. το τμήμα τού πυροβόλου που συνδέεται με την κάννη και κινείται μαζί με… … Dictionary of Greek